ελικτήρ

ελικτήρ
ἑλικτήρ, ο (Α)
1. οτιδήποτε ελικοειδές
2. βραχιόλι ή σκουλαρίκι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἑλικτήρ — anything twisted masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑλικτῆρας — ἑλικτήρ anything twisted masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑλικτῆρες — ἑλικτήρ anything twisted masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ειλικτήρ — εἱλικτήρ, ο (Α) βλ. ελικτήρ …   Dictionary of Greek

  • ελίσσω — και ελίττω (AM ἑλίσσω και ἑλίττω Α και ἐλίσσω και εἰλίσσω και εἱλίσσω) 1. περιστρέφω, περιτυλίσσω 2. ελίσσομαι α) ακολουθώ κίνηση με ελιγμούς β) περιστρέφομαι, συσπειρώνομαι, κουλουριάζομαι νεοελλ. ελίσσομαι 1. είμαι ευέλικτος στις κινήσεις και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”